- Πυργοῦν
- Πυργώfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυργοῦν — πυργόω gird pres part act masc voc sg πυργόω gird pres part act neut nom/voc/acc sg πυργόω gird pres inf act (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργώνω — πυργῶ, όω, ΝΜΑ [πύργος] 1. περιβάλλω ή περιφράσσω έναν τόπο με πύργους («λιπὼν ἐπύργωσ ἄστυ Θηβαίων τόδε», Ευρ.) 2. μτφ. καθιστώ κάτι ψηλό σαν πύργο με τη συσσώρευση πολλών αντικειμένων νεοελλ. παθ. πυργώνομαι σηκώνομαι ψηλά, ανυψώνομαι («κι… … Dictionary of Greek